Σελίδες

20.5.20

Η τελευταία συνέντευξη ενός σημαντικού εκπροσώπου της δημοτικής μας μουσικής του ΤΑΣΟΥ ΒΑΛΚΑΝΗ

ΤΑΣΟΣ ΒΑΛΚΑΝΗΣ

Συζήτηση με τον ΤΑΣΟ ΒΑΛΚΑΝΗ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ της ΕΡΑΤΥΡΑΣ(02-01-1991)

ΟΙ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΟΜΠΑΝΙΕΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Η τελευταία συνέντευξη ενός σημαντικού εκπροσώπου της δημοτικής μας μουσικής


-Τι θυμάστε απ’ την Εράτυρα κ. Βαλκάνη; Ξέρουμε ότι ερχόταν ο πατέρας σας εδώ και έπαιζε με τους  Ντουνταίους, εσείς πότε πρωτοήρθατε;


-Ο πατέρας μου έπαιζε τρομπόνι και τον έπαιρνε στην ορχήστρα του ο Ντούντας ο Νιάκος. Συνέχισε να τον παίρνει και ο Παναγιώτης μέχρι τελευταία. Εμείς η πρώτη φορά που ήρθαμ’ εδώ ήταν το 1945.Ήταν μια παρέα ένας Βέλκος, ο Γρηγόρης ο Τσούκας, ο Τάκης ο Βατιάνης κλπ., αυτή η ηλικία. Τότε γινόταν το γλέντι αγόρια και κορίτσια. Γυρνούσαμε τα βράδια στα σπίτια. Δεν είχε καφενεία τότε. Γυρνούσαμε τα βράδια στα σπίτια και είχαμε πάει σ’ ένα, λίγο παρακάτω απ’ την εκκλησία, μας μπάσαν μέσα και κόψαν την βασιλόπιτα μαζί μας και βρήκα εγώ το φλουρί!
Μας έφερε εδώ ο Πέτρος ο Ντούντας. Μαζί με τον γιό του τον Γιάννη που έπαιζε τύμπανο. Αυτός έκανε και στη στρατιωτική μουσική λοχίας και μετά έφυγε. Πέθανε το παιδί αυτό. Ήταν καλό παιδί και μουσικός. Και ο Πέτρος ήξερε μουσική και ο γιός του. Ήταν οι μοναδικοί που διάβαζαν μουσική.
Μετά μεσολάβησε ο εμφύλιος. Υπηρέτησα στη μουσική του Στρατού για τέσσερα χρόνια. Ήρθα ξανά το ’55, ’57 ή ’58 σε δύο γάμους. Ο ένας ήταν αυτουνού απέναντι απ’ την εκκλησία – είχε λεωφορεία. Είμασταν με τον πατέρα μου, τον αδελφό μας, εφτά άτομα. Η σύνθεση ήταν ίδια, όπως τώρα: 1 κλαρίνο, 2 τρομπόνια, 1 κορνέτα, 1 τύμπανο, 1 κάσα. Την ίδια εποχή εδώ έπαιξαν ο Βρέττας και ο Παναγιώτης ο Ντούντας.

-Εσείς ο ίδιος πως μάθατε μουσική;

-Κλαρίνο έμαθα απ’ το σπίτι. Απ’ τον πατέρα μου. Αρχικά σε ηλικία 13 ετών, δηλαδή γύρω στο ’39 ή ’40 όταν έβγαλα το δημοτικό. Μετά συνέχισα στην Κοζάνη που είχε ένα Ωδείο τότε το οποίο σταμάτησε στα χρόνια της Κατοχής να λειτουργεί. Αλλά την μουσική την άλλη την προχώρησα, μας έδειξε ο πατέρας μου. Ό,τι ήξερε μας έδειξε. Αργότερα εξελίχτηκα καλύτερα όταν πήγα στην Στρατιωτική Μουσική. Εκεί για τέσσερα χρόνια, ήταν καλή ευκαιρία, ήταν μεγάλο «Σχολείο». Έτσι σήμερα είμαι αρκετά καλός στη θεωρία και εξαιτίας από κείνα τα «γραμματάκια», τις νότες δηλαδή είμαι και αρχιμουσικός στη Φιλαρμονική της Φλώρινας.

Ο Τάσος Βαλκάνης και η μπάντα του στο καρναβάλι της Εράτυρας (2.1.91).


-Τι θα λέγατε για τον τρόπο παιξίματος, το στυλ;


-Το στυλ αυτό που βρήκα στην παράδοση τη δική μας, το οποίο είχε και η Εράτυρα και οι οργανοπαίχτες της, κλίνει μάλλον προς το Ευρωπαϊκό. Δεν είναι μουσική «βάρβαρη». Γι’ αυτό ο κόσμος της περιοχής αυτής είναι πιο πολιτισμένος, αν το πάρουμε από παράδοση μουσικών. Φαίνεται κι απ’ τους ανθρώπους. Διότι και οι μουσικοί έχουν μια ιδιότητα απέναντι ……………………, θα στα ζητήσει. Και έτσι μπαίνει στο πεύμα.
Π.χ. απ’ το δικό μας το χωριό και πέρα δεν υπήρχε το έθιμο να χορεύει η νύφη το νυφιάτικο, που χόρευε εδώ στην Εράτυρα. Το μεταδώσαμε εμείς. Ούτε το χορό της πεθεράς. Ένα διάστημα πριν απ’ το ’40 το χόρευαν 3-4 χωριά πιο πέρα από μας: Ολυμπιάδα, Φούφας, Μηλοχώρι, χωριά που ήταν άσχετα με τα εθίματα αυτά. Μετά το ’52 το δώσαμε και στο Αμύνταιο, Ξινό Νερό και πέρα.
Πήγαμε στον πρώτο γάμο, το παίξαμε, μετά μας το ζήτησαν. Έτσι γίνεται πάντα. Και τώρα και αυτοί το ξέρουν: «- Αυτό που παίξατε στην Εράτυρα, το χορό της πεθεράς, γιατί δεν μας το λες» ή «- Το νυφιάτικο παίξατε στο Μπλάτσι, παίξτε το και σε μας». Αυτό που χορεύει ο κουμπάρος, επίσης. Αυτό έχει μια διαφορά στα βήματα, εξαρτάται πάλι απ’ τα όργανα. Στη Σιάτιστα το χορεύουν διαφορετικά……………………. κουνιάδος, τραγουδούσε με το στόμα τα λόγια ακριβώς και δεν ήταν ένα μοτίβο ο χορός του κουμπάρου, είναι επτά-οχτώ μοτίβα σε παραλλαγές. Τώρα δεν μπορώ να πω ποιος είναι πιο σωστός μουσικός, της Σιάτιστας ή της Βλάστης. Στην Εράτυρα ο Ντούντας έπαιζε χωρίς μεγάλη διαφορά με μας.

-Ποιες είναι οι σχέσεις σας με τους Ντουνταίους, η συνεργασία σας;

-Παίζανε μαζί, μέχρι και πρόβες κάνανε μαζί. Π.χ. έβγαινε ένα καινούριο τραγούδι. Πάνω στη δουλειά δε μπορούσες να το παίξεις. Έπρεπε να τους μαζέψεις στο σπίτι, να τους μάθεις και μετά να το αποδώσεις. Ερχότανε τότε ο πατέρας μου και ο Πέτρος που διάβαζαν μουσική μουσική, το παίζανε πρώτα αυτοί και μετά οι άλλοι άκουγαν και το μάθαιναν. Ήταν αρκετά προχωρημένοι.
Και σήμερα υπάρχουν αρκετά παιδιά που παίζουν πρακτικά ή όχι, αλλά εκείνους τους παλιούς δε μπορούν να τους φτάσουν, και από τεχνικής πλευράς και στο ρεπερτόριο. Και ο τρόπος και τα κομμάτια ήταν δυσκολότερα. Είχε ο κόσμος διαφορετικό ρυθμό στο χορό. Τα τραγούδια ήταν πιο δύσκολα. Αν πάρουμε π.χ. έναν τωρινό μουσικό που διαφημίζεται και τον πούμε να παίξει ένα ταγκό – συρτό όπως χόρευαν εδώ στην Εράτυρα δεν θα μπορέσει να το παίξει. Ούτε μπορεί να το φέρει στο χρόνο για να χορέψει ο χορευτής. Αυτό γινόταν μόνο στην Εράτυρα : το Ταγκό – συρτό. Από δω το μετέφεραν οι δικοί μας – επειδή ερχόταν ο πατέρας μου και ένας θείος μου μαζί με τους Ντουνταίους  - στη Βλάστη και αυτοί μετά το συνεχίσανε ………..  Τσοτύλι – αλλά καθεαυτού διότι το τραγουδούσαν οι γυναίκες και το λέγανε ακριβώς. Τώρα δεν το λένε ακριβώς διότι τα δικά σας εθίματα αλλάζουνε πέρα απ’ το ποτάμι. Με τους Μπλατσιώτες μπορείτε να συνεννοηθείτε, ενώ μ’ αυτούς όχι. Τα εθίματα της Εράτυρας, είναι όπως της Σιατίστης, Καστοριάς, Βλάστης, Κλεισούρας, Νυμφαίου. Το Νυμφαίο διαφέρει στις μελωδίες, έχει και βλάχικα. Το λέχοβο έχει αρβανίτικα. Αυτά τα δικά σας είναι Γκρέκικα. Καθεαυτού. Εχούν δικιά τους παράδοση, δεν είναι μεταφερόμενος ο κόσμος.

-Τι είναι αυτό που κάνει να ξεχωρίζει η μουσική σ’ αυτήν την περιοχή;


-Είναι η καθαρή έκφραση. Ποιοτικώς είναι πιο καθαρά. Μπορείς να τ’ ακούσεις, να το νιώσεις πιο εύκολα και το είπαμε τραβάει προς το Ευρωπαϊκό.

-Μπορούμε να πούμε δηλαδή ότι είναι ένα σταυροδρόμι πολιτισμών που μπορεί να συνυπάρξουν σκοποί ηπειρώτικοι όσο και νησιώτικοι ή της Πόλης ακόμα;

-Καλά που το αναφέρατε αυτό. Είναι η Σούστα της Σιατίστης η οποία μεταφέρθηκε απ’ την Κων/πολη. Είναι ο ίδιος ρυθμός με τα νησιώτικα τραγούδια. Κι αν πας στην Μυτιλήνη την λένε και αυτοί σούστα και είχαν και αυτοί τα δικά μας όργανα τρομπόνι – κλαρίνο – νταούλι. Αυτά έχουν μεταφερθεί απ’ την Κων/πολη. Πήγαιναν οι δικοί μας στην Πόλη. Τη σούστα όμως την έλεγε ο Παναγιώτης ο Ντούντας «άριστα». Της πεθεράς όπως είπαμε είναι αυτό που λέμε εμείς « Σελτσιώτικο». Εγώ το θυμάμαι από τον πατέρα μου, αλλά …………… , ενώ παίζουμε ένα τραγούδι ένας εκτελεστής κάνει κάτι δικό του, αυτό λέγεται «ταξίμι». Παιζόταν στους γάμους από παλιά. Βάζανε μέσα τον κουμπάρο και μετά το φαγητό το μεσημέρι αρχινούσανε και κάνανε «ντράφτσες» στον κουμπάρο, έναν αμανέ ντόϊνα κλπ., αυτά του τραπεζιού δηλαδή. Αυτά όμως σιγά σιγά ξεχάστηκαν. Φταίμε και εμείς που δεν τα παίζουμε σήμερα. Η «Ντόϊνα» ήταν σταθερή στη μελωδία, η προέλευσή της ήταν απ’ την Ρουμανία, δεν είχε παραλλαγή.

-Άλλες μπάντες στην περιοχή;


-Είμαστε εμείς οι Βαλκάνηδες ή Γιουμπαραίοι απ’ το Εμπόριο. Στη Βλάστη είναι ο Μπούκος, τέτοιο τρομπόνι καλό δεν υπάρχει άλλο και που έπαιξε και τα εθιματά σας τα ξέρει  (64 ετών). Με μένα είχε έρθει κανα – δυό αρραβώνες εδώ στο καφενείο.
Θέλω να σας πω και πιο παλιά, γύρω στα 1915 ένας…….. στη Σιάτιστα.

-Αναρωτιόμαστε πως δημιουργήθηκαν αυτές οι κομπανίες με τα χάλκινα που αποτελούν ένα ιδιόμορφο σχήμα.

-Ένα βιβλίο που έγραψε ένας απ’ τα Νάματα αναφέρεται στο πώς ήρθε το κλαρίνο εδώ. Επίσης άρχισε να μου λέει ένας δημοσιογράφος στη Μυτιλήνη τα ίδια, ότι το κλαρίνο δεν πέρασε από ’δω. Δήθεν πέρασε το κλαρίνο από τα Γιάννενα και από εκείνη την πλευρά. Ενώ το κλαρίνο, εκείνη την εποχή λένε αυτοί, πέρασε νωρίτερα από εδώ. Υπήρχε το κλαρίνο και το βιολί εδώ. Τρομπόνια δεν υπήρχαν τότε, ούτε και στο Εμπόριο υπήρχαν τρομπόνια. Αυτά τα τρομπόνια ξεκίνησαν το 1885 περίπου. Ούτε το νταούλι υπήρχε. Το σαντούρι υπήρχε, αλλά το κλαρίνο νωρίτερα δεν το είχε ούτε η Θεσσαλία, ούτε η Στερεά Ελλάδα, ούτε η Πελοπόννησος στα οποία πήγε τελευταία. Εγώ βρήκα το κλαρίνο του παππού μου, κίτρινο κλαρίνο. Ο παππούς μου πέθανε το 1898 και ήταν…. Χρονών. Και κίτρινο ήταν το κλαρίνο γιατί δεν τα επεξεργαζόταν καλά ακόμα και στην Ευρώπη.

-Λέτε ότι οι Ηπειρώτες πήραν πιο αργά το κλαρίνο.


-Πιο αργά. Και ήρθε απ’ την Αλβανία. Και εμείς και αυτοί απ’ την Αλβανία το πήραμε. Και τα χάλκινα πάλι πιο νωρίς εδώ. Σήμερα αυτό που μας νευριάζει με τους Αθηναίους που παίζουν κλαρίνα και τα λένε Ηπειρώτικα. Ενώ το φέρνουν με τούρκικη γεύση – γαβάτα – προφορά. Πάει να παίξει ο Σαλέας ηπειρώτικο; Δεν γίνεται. Ο Τάσος ο Χαλκιάς μάλιστα. Εγώ όταν άκουσα για πρώτη φορά ήταν να χαίρεσαι να τους ακούς. Υπηρετούσα μαζί με τον Μάνθο το γιό του Φώτη και με τον γιό του μπάρμπα Μήτκου , του Χρόνη.

-Οι δικοί μας μουσικοί έφτιαχναν μελωδίες ή ρυθμούς;

-Οι Ντουνταίοι δεν αποκλείεται. Ο Πέτρος έγραφε. Όταν είσαι αφοσιωμένος στην τέχνη σου, το ζωγραφίζεις, το παίζεις δυο – τρεις φορές, μένει στον κόσμο, το ζητάει αυτός, βάζεις κι ένα τίτλο και έτσι παραμένει το τραγούδι αυτό. Ο πατέρας μου είχε βγάλει πολλά χασάπικα και συρτά. Χασάπικα σε στυλ Πολίτικο, πιο αργό στροτό και με τσακίσματα. Όπως το χορεύουν οι Μικρασιάτες και οι Θρακιώτες. Όχι πολύ ρυθμικά όπως το χορεύετε σήμερα. Τότε το χόρευαν και οι γυναίκες με ρυθμό και χάρη που τις χαιρόσουνα.

-Και το μέλλον αυτής της μουσικής ποιο είναι;

-Αν θέλετε, να προσπαθήσετε εδώ στην Εράτυρα  να κάνετε μία μπαντούλα. Να αγοραάσει η Κοινότητα 10-12 όργανα, να γίνει ένα συγκρότημα. Να μην είναι για γάμους αλλά για καμιά εθνική εορτή, να να κρατήσει το παλιό ρεπερτόριο το τοπικό. Θα είναι δύσκολο, αλλά απαραίτητο………….


Ο Τάσος Βαλκάνης αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής της Φλώρινας με τους γιούς του Λάζαρο και Γιώργο

Πέθανε στη Φλώρινα τη Μεγάλη Βδομάδα σε ηλικία 64 ετών.
Ο Τάσος Βαλκάνης ήταν γνωστός δεξιοτέχνης του κλαρίνου, τόσο ο ίδιος όσο και η μπάντα του,οι γνωστοί σ’ όλη τη Δ. Μακεδονία για τον προσωπικό τους ήχο «Βαλκάνηδες».
Ο Τάσος Βαλκάνης ήταν μια σημαντική μορφή στο χώρο της δημοτικής μουσικής. Είχε καταφέρει να έχει την πιο «δεμένη» δημοτική ορχήστρα της περιοχής. Αλλά, εκτός απ’ την άρτια μουσική του κατάρτιση και τον σωστό επαγγελματισμό του, ήταν ένας αξιαγάπητος άνθρωπος που διακρίνονταν για τη σεμνότητα και το σπάνιο ήθος του.
Την τελευταία δεκαετία ο ίδιος και η ορχήστρα του έγιναν ευρύτερα γνωστοί και σε ένα, νεανικό κυρίως, κοινό εκτός Δ. Μακεδονίας απ’ τη συμμετοχή τους στην ηχογράφηση του δίσκου του Αργύρη Μπακιρτζή και των «Χειμερινών Κολυμβητών» και από την συμμετοχή του σε συναυλίες στη Θες/νίκη, στην Καβάλα, στη Μυτιλήνη κ.α.
Η σχέση του Τάσου Βαλκάνη με την Εράτυρα ήταν ουσιαστική. Ήδη ο πατέρας του είχε παίξει στην ορχήστρα του Νιάκου Ντούντα. Ο ίδιος τη δεκαετία του ’40 έπαιζε στην Εράτυρα και πήρε μαθήματα απ’ τον Παναγιώτη Ντούντα ή Κάστια, του οποίου το ύφος ήταν συνεχιστής. Αγαπούσε την Εράτυρα και είχε πολλά να θυμηθεί απ’ αυτήν. Για τη μουσική παράδοσή της μας μιλούσε με ιδιαίτερη νοσταλγία και περηφάνεια, αλλά και μ’ έναν έγκυρο ταυτόχρονα λόγο.
Στην Εράτυρα ξαναήρθε να παίξει τα τελευταία χρόνια με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου και είχε μια σειρά πετυχημένες εμφανίσεις σε Χορούς, εκδηλώσεις, και συναυλίες. Ο θάνατός του αποτελεί μεγάλη απώλεια για τη δημοτική μουσική, ειδικά και της Εράτυρας, γιατί ο Τάσος Βαλκάνης γνώριζε καλά τους σκοπούς και τα τραγούδια της Εράτυρας με το ύφος τους.
Η συζήτηση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα έγινε στην Εράτυρα στις 2 Ιανουαρίου 1991. Σ’ αυτήν ο Τάσος Βαλκάνης μας μίλησε για τη σχέση του με την Εράτυρα, για τη μουσική της και τις ιδιομορφίες της,για κάποιους παλιότερους οργανοπαίχτες. Αλλά και για κάποιες γενικότερες απόψεις του για τη δημοτική μουσική.
Είναι μέρος μιας «διαρκούς» έρευνας για τις δημοτικές κομπανίες της Δυτικής Μακεδονίας. Υπενθυμίζουμε τη μεγάλη ανάλυση – έρευνα για τις κομπανίες της Εράτυρας στο 2ο τεύχος των «Χναριών» το 1980, στην οποία μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει, πολλά σημεία της οποίας επιβεβαιώνει με τα λεγόμενά του και ο Τάσος Βαλκάνης.
Η συζήτηση είχε ήδη στοιχειοθετηθεί για να δημοσιευτεί σ’ αυτό το φύλλο της «Εφημερίδας της Εράτυρας», που προγραμματίζονταν να κυκλοφορήσει πριν το Πάσχα. Υπήρξε όμως μια καθυστέρηση στο τυπογραφείο και έτσι προλάβαμε και μάθαμε το θάνατο του Τάσου Βαλκάνη. Έτσι η δημοσίευση αυτής της συζήτησης γίνεται κατά κάποιο τρόπο ένα αφιέρωμα στη μνήμη του. Θα τον θυμόμαστε πάντα.